ατμολέβητας

ατμολέβητας
Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές θερμάνσεις, μαγειρεία κλπ.). Οι πρώτοι α. ήταν κλειστά δοχεία που το κάτω μέρος τους γέμιζε νερό και θερμαίνονταν από μια εστία ή έρχονταν σε επαφή με θερμά αέρια. Μεγάλη βιομηχανική εφαρμογή άρχισαν να βρίσκουν στα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι., όταν άρχισε να αναπτύσσεται γοργά η εξορυκτική βιομηχανία και η παραγωγή άνθρακα. Οι α. που παράγονταν μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αι. είχαν σχήμα κυλινδρικό, παραγωγικότητα 0,4 τόνους την ώρα, επιφάνεια θέρμανσης πάνω από 25 m2, πίεση ατμού 10 kg/cm2 και συντελεστή απόδοσης 30%. Η εξέλιξή τους έγινε προς δύο κατευθύνσεις, την αύξηση του αριθμού των ροών των αερίων και την αύξηση του αριθμού των ροών του νερού και του ατμού.
* * *
ο
λέβητας παραγωγής ατμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατμολέβητας — ο λέβητας (καζάνι) ατμομηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

  • καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιολέβητας — ο, Ν ατμολέβητας που θερμαίνεται με καύση πετρελαίου …   Dictionary of Greek

  • ατμοσίφωνας — Όργανο που χρησιμεύει για να τροφοδοτεί τους ατμολέβητες και για την προθέρμανσή τους όταν αυτοί έχουν μεγάλες διαστάσεις. Αποτελείται από έναν θάλαμο, δύο βραχίονες, έναν για την είσοδο νερού και έναν που έχει προσαρμοσμένο πάνω του ατμοσωλήνα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”