- ατμολέβητας
- Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές θερμάνσεις, μαγειρεία κλπ.). Οι πρώτοι α. ήταν κλειστά δοχεία που το κάτω μέρος τους γέμιζε νερό και θερμαίνονταν από μια εστία ή έρχονταν σε επαφή με θερμά αέρια. Μεγάλη βιομηχανική εφαρμογή άρχισαν να βρίσκουν στα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι., όταν άρχισε να αναπτύσσεται γοργά η εξορυκτική βιομηχανία και η παραγωγή άνθρακα. Οι α. που παράγονταν μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αι. είχαν σχήμα κυλινδρικό, παραγωγικότητα 0,4 τόνους την ώρα, επιφάνεια θέρμανσης πάνω από 25 m2, πίεση ατμού 10 kg/cm2 και συντελεστή απόδοσης 30%. Η εξέλιξή τους έγινε προς δύο κατευθύνσεις, την αύξηση του αριθμού των ροών των αερίων και την αύξηση του αριθμού των ροών του νερού και του ατμού.
* * *ολέβητας παραγωγής ατμού.
Dictionary of Greek. 2013.